- τρέχῃς
- τρέχωrunpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ι(θ)υτρεχής — ἰ(θ)υτρεχής, ές (Α) φρ. «ἰ(θ)υτρεχὲς διάζωμα» ευθύ, ίσιο διάζωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ τρεχής, κακεν τρεχής] … Dictionary of Greek
ετοιμοτρεχής — ἑτοιμοτρεχής, ές (Μ) αυτός που είναι έτοιμος, πρόθυμος να τρέχει, να επιδιώκει κάτι βιαστικά («τὸ ἁρπαλέον καὶ πρὸς κέρδος ἑτοιμοτρεχὲς τῶν ἀνδρῶν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ τρεχής] … Dictionary of Greek
ομοτρεχής — ὁμοτρεχής, ές (Α) αυτός που τρέχει μαζί, συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τρεχής (< τρέχω), πρβλ. ευθυ τρεχής] … Dictionary of Greek